μιξολυδίου

μιξολυδίου
μιξολῡδίου , μιξολύδιος
half-Lydian
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • υπερμιξολύδιος — ον, Α μουσ. αυτός που έχει συντεθεί κατά μουσικό τρόπο οξύτερο τού μιξολυδίου («ὑπερμιξολύδιον ἁρμονίαν», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + μιξολύδιος (ἁρμονία) «ένας από τους οκτάχορδους τρόπους τού διατονικού γένους»] …   Dictionary of Greek

  • Πυθοκλείδης — Έλληνας μουσικός και σοφιστής της αρχαιότητας από την Κω, που έζησε τον 5o αι. π.Χ. Σύγχρονος του Περικλή, του δίδαξε μουσική, όπως φαίνεται από μαρτυρίες του Πλάτωνα. Ορισμένοι συγγραφείς τον κατατάσσουν στους πυθαγόρειους φιλοσόφους, και άλλοι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”